- ἐπισκηνώσῃ
- ἐπισκηνόωto be quartered inaor subj mid 2nd sgἐπισκηνόωto be quartered inaor subj act 3rd sgἐπισκηνόωto be quartered infut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκηνώ — ἐπισκηνῶ, όω (Α) [επίσκηνος] 1. μένω σε σκηνή, κατασκηνώνω 2. (για τη χάρη τού θεού) εισέρχομαι* και παραμένω στην ψυχή κάποιου («ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ) … Dictionary of Greek